- ἐνόρμισμα
- ἐνόρμ-ισμα, ατος, τό,A anchorage, roadstead, App.BC4.106.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενόρμισμα — ἐνόρμισμα, το (Α) [ενορμίζω] όρμος όπου αράζουν τα πλοία … Dictionary of Greek
ἐνόρμισμα — anchorage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνορμίσματα — ἐνόρμισμα anchorage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)